ΕΥΧΕΣ ΕΝΑΡΞΗΣ


ΤΕΤΑΡΤΑΚΙΑ - ΑΣΤΕΡΑΚΙΑ
ΚΑΛΗ    ΣΧΟΛΙΚΗ     ΧΡΟΝΙΑ!!!
2015 - 2016

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

  • Οι μαθητές της Τρίτης τάξης του 17ου Δημοτικού Σχολείου Καλαμαριάς, σας προσκαλούν στην παρουσίαση του θεατρικού τους , "ΟΔΥΣΣΕΙΑ".
  • Η παρουσίαση της "ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ" θα γίνει στο θεατράκι της Χηλής, την Τετάρτη                                   10 - 6 - 2015 στις 6:30΄μ.μ.



ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ  ΜΑΣ  ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΙΑΓΙΑ  ΚΑΙ  ΕΝΑΝ  ΠΑΠΠΟΥ


Στα  πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος  της Δημιουργικής γραφής  και του μαθήματος  της  Γλώσσας  δημιουργήσαμε, γράψαμε και εικονογραφήσαμε ομαδικά παραμύθια  με τους παρακάτω  τίτλους:

  • "ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ  ΛΑΪΚΗ"
  • "ΤΟ  ΘΑΥΜΑ  ΤΗΣ ΓΡΙΟΥΛΑΣ"
  • "Ο  ΠΑΠΠΟΥΣ  ΠΟΥ  ΧΑΘΗΚΕ  ΣΤΗΝ  ΠΟΛΗ"
  • "Η  ΑΛΗΘΙΝΗ  ΕΥΧΗ"


"ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ  ΛΑΪΚΗ"

     Ήταν  μια φορά ένας γέρος και μια γριά που ζούσανε σε ένα μαγικό χωριό που τους έκανε νέους. Έμεναν εκεί πολλά χρόνια.
    Μια μέρα ο γέρος αποφάσισε να πάει στη λαϊκή για να ψωνίσει. Για κακή του τύχη συνάντησε έναν άνθρωπο πολύ κακό. Ο γέρος δεν κατάλαβε ότι ήταν κακός και τον ακολούθησε στο στοιχειωμένο σπίτι. Θα του πουλούσε δήθεν, τα πιο νόστιμα και υγιεινά λαχανικά. 
    Οι μέρες περνούσαν και η γριά ανησυχούσε πάρα πολύ. Μια μέρα αποφάσισε να πάει να τον ψάξει με το μαγικό άλογό της. Έτσι η γριούλα έφτασε πάρα πολύ γρήγορα στο στοιχειωμένο σπίτι.
    Κρύφτηκε πίσω από κάτι θάμνους και περίμενε για να κρυφακούσει. Άκουσε τον άγνωστο να μιλάει στο τηλέφωνο με κάποιον.  Συζητούσαν και έλεγαν να κάνουν τον γέρο πειραματόζωο. Ήθελαν να ανακαλύψουν που οφειλόταν η νεότητά του.
    Η γριούλα σκέφτηκε λίγο και χωρίς να χάσει χρόνο όρμηξε με το άλογό της. Το άλογο είχε μαγικές ικανότητες. Έγινε αόρατο και πέρασε μέσα από τα τζάμια χωρίς να τα σπάσει.. Άρπαξε τον γέροντα και με ταχύτητα φωτός πήγαν στο μαγικό τους χωριό με ασφάλεια.
    Από τότε έζησαν και ζούνε ευτυχισμένοι στο χωριό τους. Καλλιεργούν και έχουν τα δικά τους λαχανικά. Αν περάσετε από το χωριό τους δοκιμάστε τα, δε θα χάσετε...




"ΤΟ  ΘΑΥΜΑ  ΤΗΣ ΓΡΙΟΥΛΑΣ"

    Ήταν μια φορά ένας γέρος και μια γριά που ζούσανε σε ένα όμορφο σπίτι μέσα σε ένα δάσος.
    Η γριά μια μέρα αρρώστησε και ο γέρος ταράχτηκε. Πήγε τότε σ' έναν βάλτο για να πάρει μια μαγική γλώσσα βατράχου που κάνει τους πάντες καλά.
    Όταν επέστρεψε ο γέρος στο σπίτι, ήταν πια πολύ αργά. Η καημένη η γριούλα του δεν ήταν σπίτι. Δεν είχε καμιά ιδέα πού να την αναζητήσει.
    Την γριούλα την είχαν πάρει άτομα από το SILVERT ALERT, γιατί τους είχαν ειδοποιήσει οι γείτονες πιστεύοντας ότι κινδυνεύει να πεθάνει.  Ο γέροντας ήταν πολύ λυπημένος γιατί νόμιζε ότι είχε χάσει για πάντα την αγαπημένη του γριά.. 
     Στο μεταξύ η γριά γριά μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εκεί οι γιατροί την πρόσεχαν πολύ και της έδωσαν κάποια νέα φάρμακα πολύ καλά. έτσι έγινε αμέσως καλά και μετά από μία εβδομάδα επέστρεψε στο σπίτι. Ο γέρος πετάχτηκε από τη χαρά του μόλις την είδε και αγκαλιάστηκαν.
    Από τότε ζουν πολύ ευτυχισμένοι μαζί και χωρίς προβλήματα υγείας. Όποιος περνάει από το σπίτι τους τον φιλοξενούν και του διηγούνται την περιπέτειά τους.



"Ο  ΠΑΠΠΟΥΣ  ΠΟΥ  ΧΑΘΗΚΕ  ΣΤΗΝ  ΠΟΛΗ"

    Ήταν μια φορά ένας γέρος και μια γριά που ζούσαν σε ένα ψηλό βουνό. Ήταν καλοί άνθρωποι αλλά ήταν πολύ φτωχοί και δυσκολεύονταν.  
   Μια μέρα ο γέρος αποφάσισε να πάει να δει τις καλλιέργειές του στην πεδιάδα. Όμως, επειδή ήταν πολύ γέρος μπέρδεψε τους δρόμους. πήρε τον δρόμο για την πόλη και χάθηκε.οι μέρες περνούσαν και η γριά αποφάσισε να πάει να τον βρει, αλλά δεν ήξερε τον δρόμο.
    Στην πόλη ο γέρος περιπλανήθηκε σε πολλά σπίτια και κάστρα. Μετά πήρε έναν δρόμο που έφτανε σε ένα μεγάλο σχολείο. Ήταν το 17ο Δημοτικό Σχολείο καλαμαριάς. Πήγε προς το μέρος αυτό, γιατί νόμιζε πως ήταν ο δρόμος για να γυρίσει στο σπίτι του. Εκεί συνάντησε μια παρέα παιδιών. Τον Νίκο, τον Πέτρο,  την Άννα, τη Ζαφειρία, την Ευδοκία και τη Μαρία.  Ο γέρος επειδή αγαπούσε τα παιδιά τους είπε: "Χάθηκα! Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε;".  Αυτά του απάντησαν με ένα στόμα : "Ναι!".
    Έτσι τα παιδιά οδήγησαν σπίτι τον γέρο. Επειδή κατάλαβαν ότι ήταν πολύ φτωχοί παππούδες, παρακάλεσαν την κυρία Εύη να γίνει ο παππούς φύλακας του σχολείου. Η κυρία Εύη συζήτησε με την διευθύντρια, την κυρία Γιούλη. Η κυρία Γιούλη συμφώνησε και από τότε ο γέρος πρόσεχε το σχολείο και κάθε μέρα έπαιρνε 50 ευρώ. 
    Έτσι είχαν αρκετά λεφτά το ζευγάρι των γέρων για να ζούνε άνετα και το σχολείο έλαμπε νύχτα μέρα. Έπαψαν να το βρομίζουν και να το καταστρέφουν όλοι εκείνοι που το έκαναν μέχρι τώρα. Όλοι ήταν πια και είναι ευτυχισμένοι! 

"Η  ΑΛΗΘΙΝΗ  ΕΥΧΗ"

    Ήταν  μια φορά ένας γέρος και μια γριά που ζούσανε σε ένα πολύ πλούσιο σπίτι. Ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Το μόνο που δεν κατάφεραν ήταν να κάνουνε παιδιά.
    Μια μέρα ο γέρος αποφάσισε να πάει σ' όλον τον κόσμο για να βρει μια λύση. Για κακή του τύχη δε βρήκε καμιά λύση και συνέχισε να ψάχνει.
    οι μέρες περνούσαν και η γριά αποφάσισε να πάει να τον βρει. Έτσι άρχισε να ψάχνει, όμως δεν τον βρήκε πουθενά και ήταν πολύ ανήσυχη.
     Στο μεταξύ ο γέρος αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Περνώντας από το συνηθισμένο δάσος, είδε ένα πηγάδι. Έριξε ένα νόμισμα και ευχήθηκε να του χαρίσει ο θεός ένα παιδάκι.
    Την ίδια ώρα, στο σπίτι του, εμφανίστηκε ένα παιδάκι πεντάρφανο και ζήτησε βοήθεια.  Η γριά δεν μπορούσε να μένει μόνη της και το πήρε κοντά της να το φροντίζει και να το έχει παρέα.
    Όταν γύρισε ο γέρος βρήκε το παιδάκι με τη γριά του και το πήραν και το έκαναν δικό τους παιδί. Τα χρόνια περνούσαν όμορφα κι ευτυχισμένα. Ζούσαν και ζουν τρισευτυχισμένοι.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ - ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΗΜΑΤΑ

  • Στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος της "Δημιουργικής Γραφής" γράψαμε τα δικά μας Σχηματοποιήματα. Τα εμπνευστήκαμε από την άνοιξη και τις χάρες της και τα χαρίζουμε σ' όλα τα πλάσματα της φύσης. 
  • Τα σχημαποποιήματα δεν έχουν στροφές και στίχους. Τα θέματά τους δεν είναι γραμμένα πουθενά, αλλά εμφανίζονται ως σκίτσο. Επίσης, δεν έχουν καθόλου σημεία στίξης. Τέλος, μπορούν να διαβαστούν με πολλούς τρόπους.Τα διαβάζουμε με όποιον τρόπο μας αρέσει περισσότερο.
  • Τα σχηματοποιήματά μας έχουν σαν θέμα τον ήλιο, τα αστέρια τα άνθη, τα ψάρια, τα ζώα, τις μπάλες, τα ζαχαρωτά και τον πύργο του Άιφελ.

 





















ΨΗΦΙΑΚΑ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΟΙΗΣΗ

"ΤΟ  ΒΙΒΛΙΟ  ΜΕ ΤΙΣ  ΜΑΓΙΣΣΕΣ"

 Στην Ευέλικτη Ζώνη, συμμετέχουμε στο πρόγραμμα της Δημιουργικής Γραφής, «Μια ιστορία ταξιδεύει».
Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού, του μαθήματος της Γλώσσας και της Φιλαναγνωσίας και χρησιμοποιώντας κάποιες εικόνες, δημιουργήσαμε και γράψαμε ιστορίες για μάγισσες και για νεράιδες.
Τις ιστορίες αυτές με τη βοήθεια των Τ.Π.Ε. τις οργανώσαμε στο ψηφιακό βιβλίο που μπορείτε διαβάσετε.
Για να το διαβάσετε πατήστε εδώ.

"ΠΑΡΑΛΙΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΙΑ"

Δημιουργήσαμε με κέφι και χαρά ένα άλλο ηλεκτρονικό βιβλίο.
Έχουμε δημοσιεύσει το πρώτο μας ψηφιακό ποίημα, το οποίο γράψαμε στα πλαίσια του μαθήματος της Γλώσσας και της Φιλαναγνωσίας.
Για να το διαβάσετε πατήστε εδώ.

"ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ"

Θα 'θελα να 'χω ένα δωμάτιο
φωτεινό, ολοφώτεινο,

με μια τεράστια μπαλκονόπορτα
να βλέπω έξω όλο τον κόσμο.

Να 'χει στους τοίχους της θάλασσας
τ' όμορφο χρώμα το γαλάζιο

και για χαλί ένα καταπράσινο υφαντό,
σαν της πλάσης το χορτάρι.

Στη μια γωνιά να 'χει ένα γραφείο
ξύλινο, άσπρο-πορτοκαλί

και μια καρέκλα στριφογυριστή
να κάθομαι να ταξιδεύω.

Στην άλλη να 'χει ένα κρεβάτι
με πολύχρωμα σεντόνια

κι ένα σεντούκι πολύ βαθύ, 
που θα 'χει μέσα τ' αγαπημένα μου παιχνίδια.

Ομαδική εργασία που βασίστηκε στο ποίημα...

ΠΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ 2



  • Στην Ευέλικτη Ζώνη, συμμετέχουμε στο πρόγραμμα της Δημιουργικής Γραφής, «Μια ιστορία ταξιδεύει».
  • Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού, του μαθήματος της Γλώσσας και της Φιλαναγνωσίας και χρησιμοποιώντας κάποιες εικόνες, δημιουργήσαμε και γράψαμε ιστορίες για μάγισσες και για νεράιδες.

«Η μάγισσα Κακίστρο»



  Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια όμορφη πολιτεία, ζούσε μια πλούσια οικογένεια. Η οικογένεια αυτή είχε δύο παιδιά, τον Βλαδίμηρο και τη Ζαχαρούλα και ζούσε σε ένα παλάτι.
   Καθώς γυρνούσαν τα δύο αδέρφια από το σχολείο τους είδαν μια μια μάγισσα, που πίστευε πως για ό,τι κακό της συνέβαινε έφταιγαν τα παιδιά. Η μάγισσα θέλησε να τους εκδικηθεί και τους μετέτρεψε σε βατράχους. 
  Ευτυχώς, ήρθε μια πριγκίπισσα, η Βηβλέμ. Η Βηθλέμ ήταν μια καλόψυχη πριγκίπισσα, η οποία δεν άντεχε την αδικία. Διέταξε, λοιπόν τη μάγισσα, να μη βασανίζει άδικα τα παιδιά γιατί αλλιώς θα πλήρωνε με τον χαμό των παιδιών της. Τελικά κατάφερε να πείσει τη μάγισσα να τους ξανακάνει ανθρώπους. ΄
   Όταν τα αδελφάκια γύρισαν στο σπίτι. Η μαμά Πασχαλία ετοίμαζε φαγητό. Είδε τα παιδιά της και τα ρώτησε ανήσυχη, πού ήταν τόσες ώρες. Η Ζαχαρούλα της εξήγησε την περιπέτειά τους. 
   Αργότερα τα νέα τους τα έμαθε και ο πατέρας τους, ο Εμμανουήλ. Έτσι όλη η οικογένεια έκατσε, συζήτησε και πήρε μια απόφαση. Κάλεσε την Κακίστρο για φαγητό. Της εξήγησαν πως αυτό που έκανε ήταν πολύ κακό για όλους. Με τη συμπεριφορά τους την έπεισαν κι αυτή ζήτησε συγνώμη από τα παιδιά.
   Στο τέλος γλέντησαν όλοι μαζί κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμη πιο καλά!

Αναστασία Κ. ,   Δημήτρης  Μ.


«Προσοχή!!! Μάγισσα!!!»


  Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια όμορφη πόλη, η Χαρουμενούπολη. Εκεί οι άνθρωποι ζούσαν χαρωποί κι ευτυχισμένοι. Ποτέ δεν λυπόταν και δεν έκλαιγαν. Κοντά τους όμως, ζούσε και μια πολύ κακιά μάγισσα, η Παγομάρα.
 Η Παγομάρα δεν άντεχε να βλέπει χαρούμενους και χαμογελαστούς τους ανθρώπους. Έτσι, μια μέρα, τους μεταμόρφωσε όλους σε ακρίδες. Η πόλη τους έγινε πια μελαγχολική και ονομάστηκε Ακριδούπολη.
   Από τότε οι κάτοικοι της Ακριδούπολης δεν ήταν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Έγιναν λυπημένοι και μελαγχολικοί.
    Για καλή τους τύχη, κάπου εκεί κοντά, σ' έναν πύργο, ζούσε μια γενναία κοπέλα, η Χάνα. Τη Χάνα δεν την είχε μαγέψει η Παγομάρα γιατί ήταν κλεισμένη στον πύργο του κάστρου της. Βγήκε κρυφά και πήγε στη μάγισσα. Την κάλεσε σε ξιφομαχία, την  νίκησε και της είπε: " Αφού σε νίκησα, απαιτώ να κάνεις κανονική την πόλη μου!". Η μάγισσα αναγκάστηκε να την υπακούσει. Έτσι η πόλη  και οι κάτοικοι ξαναπήραν τη μορφή που είχαν πριν.
   Από τότε, οι κάτοικοί της Χαρουμενούπολης δεν  έχασαν ποτέ το χαμόγελό τους και ζούνε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.
Μαρία Π.,  Άννα-Μαρία Σ.


«Κρίστη, η φοβερή μάγισσα!»

Κάποτε, κάπου μακριά, υπήρχε μια πόλη, η Χαμογελαστούπολη. Σ’ αυτή την πόλη όλοι ζούσαν υπέροχα. Υπήρχαν υδραυλικοί, δάσκαλοι, αρχιτέκτονες, ποδοσφαιριστές, γεωργοί, φοιτητές δημοσιογράφοι και πολλοί άλλοι περίεργοι τύποι.
Κάπου εκεί ψηλά υπήρχε ένα κάστρο στο οποίο ζούσε μία φοβερή μάγισσα, η Κρίστη. Ζούσε εκεί μαζί με τις κόκκινες νυχτερίδες, που αντί για φτερά είχαν καραμέλες με αίμα. Οι νυχτερίδες είχαν την ικανότητα να μιλάνε.
Η Κρίστη μια μέρα κοιτούσε τους ανθρώπους που ήταν χαρούμενοι και για να καταλάβει το γιατί, ρώτησε τις νυχτερίδες. Αυτές της είπαν ότι οι άνθρωποι γιόρταζαν γιατί είχαν καταφέρει να τους εξορίσουν σ’ αυτό το κάστρο στην άκρη της πόλης.
Η μάγισσα θύμωσε πολύ. Καβάλα στη σκούπα της πήγε στο σπίτι του δικαστή που την είχε εξορίσει. Η οικογένεια του δικαστή τρόμαξε πολύ κι αυτή τους πέτρωσε. Η Κρίστη ήταν πολύ ευχαριστημένη.
Ξαφνικά όμως, εμφανίστηκε η πριγκίπισσα, Κάλλη. Η Κάλλη ήταν μια υπέροχη πριγκίπισσα η οποία δεν ανεχόταν την αδικία. Απείλησε την Κρίστη πως θα τη σκότωνε αν δε διόρθωνε τα πράγματα. Έτσι αναγκάστηκε να ξανακάνει τους ανθρώπους κανονικούς.
Η μάγισσα κατάλαβε το λάθος της και άλλαξε. Έγινε μια πολύ καλή μάγισσα. Από τότε όλοι ζουν σ’ αυτή την πόλη ευτυχισμένοι και καλά κι εμείς καλύτερα.

Παναγιώτης Μ., Ευδοκία Α., Δημήτρης Ν.


«Η παστιτσόμπαμια»

Μια φορά κι έναν καιρό, πολύ μακριά από εδώ, σε μια χώρα παράξενη, τη Μαγιστούπολη, ζούσε μια μάγισσα που τη λέγανε Καραμαλλή.
Η Καραμαλλή είχε ένα γιο που τον έλεγαν Στέφανο. Η γυναίκα του ήταν η Ευγενία μια καλόκαρδη και ευγενική κυρία. Η Καραμαλλή δε συμπαθούσε καθόλου την Ευγενία και ήθελε να την κάνει κακιά.
Για το λόγο αυτό πήγε σε ένα μαγαζί που πουλούσε φίλτρα. Αγόρασε ένα φίλτρο που σε κάνει κακό. Έκανε ένα τραπέζι και κάλεσε τον Στέφανο και την Ευγενία. Μαγείρεψε μπάμιες που δεν άρεσαν καθόλου στην Ευγενία.
Όταν ήρθε το απόγευμα, ο Στέφανος και η Ευγενία έφτασαν στο σπίτι της Καραμαλλή. Αυτή φώναξε την Ευγενία να δοκιμάσει το φαγητό της, την παστιτσόμπαμια. Ανάγκασε την Ευγενία να το δοκιμάσει. Το δοκίμασε και λιποθύμησε. Τότε ο Στέφανος έριξε καθαρό και κρύο νερό στην Ευγενία κι αυτή συνήλθε.
Η Ευγενία με την καλή καρδιά της συγχώρεσε την Καραμαλλή και αυτό την έκανε να αλλάξει και να γίνει άλλος άνθρωπος. Μαγείρεψε ένα υπέροχο δείπνο χωρίς φίλτρα κι έφαγαν όλοι μαζί χαρούμενοι.

Ζαφειρία Τ., Βαλέρια Π.


«Το Ωραίο Κάστρο»

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένας μπαμπάς, μια μαμά και δύο παιδιά. Ζούσαν στο Ωραίο Χωριό που ήταν χτισμένο στην άκρη της γης.
Η οικογένεια είχε μπει στο Ωραίο Κάστρο. Όταν μπήκαν μέσα βρήκαν ένα σεντούκι. Δεν ήξεραν ότι μέσα υπήρχε μια άγρια μάγισσα, η Κρικέλα, που την έτρεμαν. Νόμιζαν ότι είχε χρυσάφι. Ξαφνικά βγήκε η μάγισσα από το σεντούκι και τους έκανε κρύσταλλα.
Ευτυχώς ήρθε μια κοπέλα που την έλεγαν Έλεν. Η Έλεν γλίτωσε από τη μάγισσα γιατί έλειπε σε διακοπές. Αποφάσισε να σκοτώσει τη μάγισσα και να σώσει την οικογένειά της.
Επειδή είχε πολύ μεγάλη δύναμη και ισχυρή θέληση, η Έλεν, κατάφερε να εξοντώσει την μάγισσα Κρικέλα. Έτσι σώθηκε η οικογένειά της κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Κωνσταντίνος Κ., Αριστοτέλης Β.


«Η αλλαγή της μάγισσας»

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια όμορφη πόλη την Καστρόπολη, ζούσαν πολλοί εργατικοί άνθρωποι που ήθελαν να φτιάξουν ένα κάστρο.
Μια μέρα άρχισαν να το χτίζουν. Τότε ήρθε η μάγισσα Κασσάνδρα και μεταμόρφωσε τα πάντα σε μήλα. Μεταμόρφωσε τα πάντα σε μήλα γιατί είχε θυμώσει επειδή οι άνθρωποι της πήραν το ραβδί της. Στη συνέχεια κάλεσε έναν δράκο από μακριά να φάει τους ανθρώπους-μήλα.
Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή, ήρθε μια νεράιδα που έκανε τη μάγισσα καλή και τον δράκο σαύρα. Η μάγισσα έκανε τους ανθρώπους πάλι κανονικούς. Μαζί με τη νεράιδα τούς βοήθησε να φτιάξουν το κάστρο τους. Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Αποστολία Ι., Νίκος Π.

«Οι άνθρωποι ξανανικάνε»

Μια φορά κι έναν, σε ένα χωριό που το έλεγαν Κρυστάλλινη Πολιτεία, ζούσαν άνθρωποι και ζώα αρμονικά. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι εκτός από την μάγισσα Elisa.
Η Elisa ήθελε να φέρει τη δυστυχία και τον πάγο στους ανθρώπους. Αυτή τη φορά ήταν πιο δυνατή και πιο ισχυρή από ποτέ.
Οι άνθρωποι όταν είδαν την Elisa να πλησιάζει, τρόμαξαν και προσπάθησαν να φύγουν. Αυτή όμως, τους επιτέθηκε και τους πάγωσε γιατί δεν μπορούσε να τους βλέπει ευτυχισμένους.
Για καλή τους τύχη ήρθε στην πόλη τους μια όμορφη νεράιδα, η Ανέμη. Η Ανέμη ήταν πολύ δυνατή και είχε μεγάλη καρδιά. Θύμωσε με την Elisa, την νίκησε και την ανάγκασε να ξεπαγώσει τους ανθρώπους.
Μετά από αυτό, έστησαν μεγάλο γλέντι, ήπιαν και δόξασαν την Ανέμη και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Φωτεινή Π., Αχιλλέας Θ.


«Η Παγωμένη πόλη»

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια πόλη που την έλεγαν Φανταστούπολη. Όλοι περνούσαν πολύ καλά σ’ αυτή την πόλη, μέχρι που ήρθε στην πόλη μια μάγισσα , η μάγισσα Παγερή-Γερή. Στην Παγερή-Γερή δεν άρεσε που οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι. Γι’ αυτό το λόγο τους πάγωσε όλους.
Ευτυχώς από τη δράση της μάγισσας γλίτωσε η βασιλοπούλα Πηνελόπη. Η Πηνελόπη είχε πάνω της ένα αντίδοτο. Αυτή πήγε να σκοτώσει τη μάγισσα και της είπε: «Θα σε σκοτώσω αν δεν ξεπαγώσεις την πόλη μας!». Εκείνη απάντησε: «Σε προκαλώ σε μονομαχία!». Η μάγισσα εξοντώθηκε από την Πηνελόπη και αναγκάστηκε να ξεπαγώσει την πόλη και όλους τους κατοίκους της.
Μετά από αυτό, όλοι έγιναν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Τάσος Β., Πέτρος Κ.

«Η Σούπερ Πριγκίπισσα Ελένη»

Έναν καιρό και μια φορά, ήταν μία ευτυχισμένη πολιτεία. Εκεί ζούσε μια μεγάλη οικογένεια, η οικογένεια του Μπάρμικιου και μια μάγισσα, η Άλση με την όμορφη κόρη της την πριγκίπισσα Ελένη.
Μια μέρα η οικογένεια Μπάρμικιου πήγε βόλτα στον κήπο της μάγισσας. Αυτή όταν τους είδε να μπαίνουν στο κάστρο της θέλησε να τους κάνει και τους έκανε παγοκολόνες.
Την άλλη μέρα η πριγκίπισσα Ελένη πήγε βόλτα στην πλατεία. Εκεί είδε όλη την οικογένεια μαγεμένη να διακοσμεί το χώρο. Η Ελένη θύμωσε γιατί κατάλαβε ότι ήταν έργο της μάνας της. Πήγε την εκβίασε και της είπε: «Άφησέ τους ελεύθερους, αλλιώς θα σε σκοτώσω!». Αυτή τους ελευθέρωσε γιατί ήξερε πως η κόρη της είχε μεγάλη δύναμη και πείσμα.
Από τότε και για την υπόλοιπη ζωή τους όλοι έζησαν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.


Ζωή Τ., Νικόλας Μ.

« Η κακιά μάγισσα»

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πανέμορφη πολιτεία ζούσε μια πλούσια οικογένεια. Εκεί πήγε να ζήσει και μια κακιά μάγισσα, που την έλεγαν Κακίστρα.
Όταν η οικογένεια είδε τη μάγισσα, τρόμαξε πάρα πολύ και δεν είχε άδικο. Η μάγισσα κούνησε το ραβδί της και τους πάγωσε. Τους έκανε κρυσταλλάκια.
Ευτυχώς, περνούσε από εκεί μια καλόκαρδη νεράιδα, η Τσενέκ. Η Τσενέκ λυπήθηκε την οικογένεια και με τη νεραϊδίσια δύναμή της την ξεπάγωσε. Στη θέση τους πάγωσε την κακιά μάγισσα και τη μετέτρεψε σε καλή μάγισσα.
Μαζί με την οικογένεια και την Τζενέκ έστησαν ένα μεγάλο γλέντι κι έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα.


Άννα Μ., Σωτήρης Π.




ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

  • Στα πλαίσια του ίδιου εκπαιδευτικού προγράμματος, του μαθήματος της Γλώσσας και της Φιλαναγνωσίας, χρησιμοποιώντας κάποιες εικόνες και διαβάζοντας κάποιες φανταστικές ιστορίες, δημιουργήσαμε και γράψαμε τις δικές μας ιστορίες για ένα ταξίδι στο διάστημα.
  • Άλλωστε οι πλανήτες, τα αστέρια και ο απέραντος ουρανός κρύβουν πολλά ανεξήγητα μυστήρια για όλους μας. Από αυτά εμπνευστήκαμε κι εμείς και γράψαμε τη δική μας φανταστική ιστορία για ένα ταξίδι που θα θέλαμε να κάνουμε στο διάστημα και μετά την εικονογραφήσαμε.


Η  ΤΑΙΝΙΑ  ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ

Κάποια μέρα πήγα στο σινεμά μαζί με τις φίλες μου. Θέλαμε να δούμε μια διαστημική ταινία. Ξαφνικά, καθώς παρακολουθούσαμε, μας ρούφηξε η ταινία και πήγαμε στο διάστημα.
   Ο πλανήτης που προσγειωθήκαμε λεγόταν Ζεντόκ. Γύρω μας είδαμε πολλούς εξωγήινους που μας κοίταζαν με περιέργεια. Φοβηθήκαμε πολύ, αλλά σύντομα ξεπεράσαμε τον φόβο μας και γίναμε φίλοι. Τους εξηγήσαμε πως είμαστε διαφορετικά όντα και πως λεγόμαστε άνθρωποι.
   Στη συνέχεια μάθαμε να παίζουμε όμορφα όλοι μαζί και να συνεννοούμαστε. Όταν όμως ήρθε ή ώρα να φύγουμε ήμασταν λυπημένοι. Οι νέοι φίλοι μας μας έδωσαν ένα διαστημόπλοιο από αστέρια και φύγαμε.
   Από τότε τους σκέφτομαι κάθε μέρα και θέλω να τους ξαναεπισκεφτώ. Μου άρεσε πολύ αυτό το ταξίδι. Ένιωθα τέλεια!           Αποστολία Ι.


"ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ"

   Κάποτε, ο παππούς μού είχε πει ότι είχε πάει στο φεγγάρι με έναν πύραυλο. Πήγε εκεί, για να σώσει έναν άνθρωπο, τον Τομ, που τον είχαν πιάσει οι Αρειανοί.
   Όταν πήγε σ' αυτόν τον πλανήτη δεν είδε κανέναν. Νόμιζε ότι είχε πάει σε λάθος μέρος. Ξαφνικά όμως, άκουσε μια τσιρίδα και κατάλαβε πως ήταν ο σωστός πλανήτης. Έβαλε το αυτί του στο χώμα και άκουσε τους Αρειανούς να λένε: "Χα! Χα! Χα! Ώρα να τον μαγειρέψουμε!"
   Ο παππούς μου, που στεκόταν πάνω από την είσοδο, κουνήθηκε κι έπεσε μέσα. Σηκώθηκε, έβγαλε το διαστημικό του όπλο και τους σκότωσε όλους. Έτσι κατάφερε να σώσει τον Τομ Κρουζ, τον πήρε και ξαναγύρισαν στη γη.
    Ενθουσιασμένος, είπα στον παππού μου ότι μου άρεσε πολύ αυτή η ιστορία και ήθελα να μου την ξαναπεί.
                                                                      Δημήτρης Ν.
  
"ΤΑΞΙΔΙ  ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ"
   Κάποτε, εγώ και η κολλητή φίλη μου, πήγαμε στην αυλή του σχολείου για να παίξουμε με τα καινούργια ποδήλατά μας. Εκείνη τη στιγμή φύσηξε ένας δυνατός αέρας, μας πήρε και μας πήγε στη Σελήνη.
   Μόλις φτάσαμε τρομάξαμε γιατί ήταν βράδυ κι όλα ήταν σκοτεινά. Έτσι κι εμείς ξαπλώσαμε σε μια γωνιά και κοιμηθήκαμε. Το πρωί αρχίσαμε να περπατάμε και να εξερευνούμε τον χώρο. Βρήκαμε μια πόλη που για σπίτια είχε μανταρίνια και  ένα τεράστιο πορτοκάλι που ήταν το σπίτι του βασιλιά. Μπήκαμε μέσα και είδαμε έναν πολύ μεγάλο εξωγήινο.
   Αυτός ήταν ο βασιλιάς και μας ξενάγησε σε όλη την Σελήνη. Η Σελήνη ήταν άσπρη, είχε λακκούβες και βουναλάκια και έβλεπες τη Γη.
   Το άλλο πρωί καταφέραμε με τη βοήθεια του εξωγήινου να γυρίσουμε στη Γη. Διηγήθηκα στους γονείς μου την περιπέτειά μας και αυτοί εντυπωσιάστηκαν. Κάθε βράδυ φοβόμουν μην έρθουν και με πάρουν οι εξωγήινοι. Σιγά σιγά όμως, το ξεπέρασα και τώρα δε φοβάμαι πια.
                                                                     Αναστασία Κ.


"ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟΣΤΙΜΟ"

   Όταν ήμουν μικρή, είχα διαβάσει ένα βιβλίο που μιλούσε για πλανήτες. Μου άρεσε πιο πολύ ο πλανήτης Συννεφόστιμο.
   Στον πλανήτη αυτόν, τα συννεφάκια, κάθε χίλια χρόνια, διάλεγαν ένα παιδί από τη Γη και το καλούσαν κοντά τους. Ξάφνου μια μέρα κάλεσαν εμένα.
    Όταν κοιμήθηκα το βράδυ είδα ένα χάρτινο πλοίο και ξαφνικά βρέθηκα στον πλανήτη Συννεφόστιμο. Εκεί ζούσαν τα συννεφάκια σε σπίτια από υδρατμούς. Τα δέντρα είχαν φύλλα από δροσοσταλίδες. Με καλοδέχτηκαν τα συννεφάκια και ήθελαν να μείνω για πάντα μαζί τους. Εγώ τους είπα ότι έπρεπε να γυρίσω στη Γη για να πάω στο σχολείο. Αυτά, επειδή με αγαπούσαν, με ξενάγησαν παντού και με άφησαν να φύγω.
    Αυτά έχω να σου γράψω σήμερα αγαπητό μου ημερολόγιο και θέλω να σου πω ότι είναι μια αληθινή ιστορία.                                 Φωτεινή Π.

"ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ"

   Μια μέρα, το μεσημέρι, η μαμά μου με έστειλε στη λαϊκή να πάω να ψωνίσω. Όταν τελείωσα πήγα στο ψιλικατζίδικο και πήρα ένα πακέτο χαρτιά για να τα κολλήσω το ένα μετά το άλλο. 
   Μόλις γύρισα τα κόλλησα και έκανα ένα γιγάντιο αεροπλάνο. Όταν το είδα μου ήρθε η ιδέα να πάω στο φεγγάρι. Ανέβηκα με το αεροπλάνο σε ένα δέντρο. Ήμουν σίγουρος ότι θα πετούσε γιατί είδα τον καιρό και είπε ότι θα είχε τυφώνες.
   Ξαφνικά φύσηξε ένας δυνατός άνεμος, πέταξα και πήγα στο φεγγάρι. Εκεί είδα πάρα πολλούς εξωγήινους, που με καλοδέχτηκαν. Μου είπαν ότι μιλάνε χίλιες γλώσσες. Ανάμεσα σ' αυτές είναι και η δικιά μου η Ελληνική. Με ξενάγησαν παντού.
   Το ταξίδι στο φεγγάρι είναι το καλύτερο ταξίδι που έχω πάει στη ζωή μου.
                                                   Τάσος Β.



"ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ"
   Κάποτε, ήθελα να πάω στο διάστημα. Αφού θα πήγαινα, έφτιαξα ένα διαστημόπλοιο. Μια μέρα που η θάλασσα ήταν τέλεια και το φεγγάρι όμορφο, έφτασα στο διάστημα.
   Εκείστο διάστημα είδα όλους τους πλανήτες. Ήταν υπέροχοι. Συνάντησα και πολλούς εξωγήινους. Τους φοβήθηκα. Είχαν ένα πολύ μεγάλο μάτι και ήταν παράξενοι. Έφυγα και γύρισα στη Γη.
   Το πρωί αισθανόμουν φόβο. Ευτυχώς πολύ σύντομα ξεπέρασα τους φόβους μου και τώρα κοιτώ τον ουρανό και χαιρετώ τους εξωγήινους.
                                                             Μαρία Π.


"Ο ΚΙΚΟ ΣΤΗ ΓΗ"
   Κάποτε, συνάντησα τον παππού μου και μου διηγηθηκε μια ιστορία, από τότε που ήταν μικρός.
  Όταν ήταν παιδί, την ώρα που έκανε ποδήλατο, έπεσε μπροστά του ένας μετεωρίτης. Ο μετεωρίτης ήταν από κεφτεδάκια και είχε μέσα του έναν Αρειανό. 
    Ο Αρειανός είχε την ικανότητα να μιλάει διάφορες γλώσσες. Είχε ένα αυτί, δέκα μάτια και τέσσερα χέρια. Ο παππούς μου τον ρώτησε, πώς τον λένε. Ο Αρειανός του απάντησε ότι τον λένε Κίκο και πως είχε χαθεί παίζοντας με τους πλανήτες και τρώγοντάς τους.
   Ο παππούς λυπήθηκε τον Κίκο και τον πήγε σπίτι του. Εκεί του έμαθε να φτιάχνει ποδήλατα από αλεύρι και γυαλιά από ζαχαρωτά.
   Το άλλο πρωί ο Κίκο αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του, στον πλανήτη Ζίνου. Μαζί με τον παππού μου έφτιαξαν ξανά τον κομήτη, απλά με μηχανή τούρμπο μηχανή.
   Στο τέλος όταν τελείωσαν ο Κίκο έφυγε. Ο παππούς στεναχωρήθηκε γιατί του έλειπε η παρέα του Κίκου.
   Εγώ είπα στον παππού μου ότι ήταν πολύ ωραία η ιστορία που μου διηγήθηκε. Του είπα επίσης ότι κάποια στιγμή θα ήθελα και εγώ να κάνω έναν εξωγήινο φίλο.
Ευδοκία Α.

"ΠΑΝΩ  ΣΤΟ  ΦΕΓΓΑΡΙ"

   Μια μέρα έπαιζα με μια φίλη μου στην αυλή και ξαφνικά έβγαλε έναν πολύ δυνατό αέρα. Ο αέρας μας πήρε ψηλά και μας πήγε στο  φεγγάρι.
   Όταν φτάσαμε εκεί, τρόμαξα γιατί είδα πολλούς εξωγήινους. Το πρωί, όταν ξύπνησα, είδα ένα τεράστιο σπίτι, που το έχτιζε όλο το βράδυ η φίλη μου για μας.
   Μπήκα στο σπίτι και είδα ένα εργαστήριο. Η φίλη μου με ενημέρωσε ότι σ' αυτό το εργαστήριο θα φτιάξουμε έναν πύραυλο για να γυρίσουμε στο σπίτι μας.
   Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε τη δουλειά και σύντομα φτιάξαμε τον πύραυλό μας. Μ' αυτόν τον πύραυλο γυρίσαμε στο σπίτι μας.
   Είχαμε περάσει μια όμορφη περιπέτεια κι ένιωθα πολύ όμορφα.
                                         Άννα Μ.
   
   


  

    
Τάξη: Γ1
Δασκάλα: Εύη Μπίκου



ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ 
  • Στην Ευέλικτη Ζώνη, συμμετέχουμε στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Δημιουργικής Γραφής, «Μια ιστορία ταξιδεύει».
  • Στα πλαίσια του εκπαιδευτικού αυτού προγράμματος συνεργαστήκαμε με τη Β΄και Γ΄ τάξη του 24ου Δημοτικού Σχολείου Σερρών.
  • Αφού έγινε μια πρώτη γνωριμία των μαθητών με μηνύματα και εαυτοποιήματα, συνεχίσαμε με την ανταλλαγή ιδεών για την παραγωγή ιστοριών. 
  • Καταλήξαμε στο να συνεργαστούν οι δύο εξαμελείς ομάδες του Γ1 του 17ου Δ. Σχ. Καλαμαριάς με τις δύο ομάδες της Γ΄Τάξης του 24ου Δ. Σχ. Σερρών και οι άλλες δύο ομάδες του Γ1 με τις  δύο ομάδες της Β΄τάξης, του ίδιου σχολείου.
  • Τα ζευγάρια ομάδων που δημιουργήθηκαν ονομάστηκαν Γ1, Γ2 και Β1, Β2 αντίστοιχα. Εφαρμόστηκαν δύο διαφορετικές τεχνικές έμπνευσης και παραγωγής λόγου και γράφτηκαν τέσσερις ιστορίες.
  • Στα Γ1 και Γ2 ζευγάρια δόθηκαν εναλλάξ τέσσερις γνωστοί πίνακες ζωγραφικής.Η πρώτη ομάδα αφού παρατήρησε λίγο τον πρώτο πίνακα ξεκίνησε την ιστορία που τους ενέπνευσε ο πίνακας. Συνέχισε την ιστορία η επόμενη ομάδα με τον δεύτερο πίνακα, η πρώτη με τον τρίτο και πάλι η δεύτερη με τον τέταρτο. Έτσι γράφτηκαν δύο ιστορίες τις οποίες εικονογράφησαν οι μαθητές. Η κάθε ομάδα εικονογράφησε αυτά που έγραψε η άλλη ομάδα.
  • Τα Β1 και Β2 ζευγάρια έγραψαν δύο ιστορίες χρησιμοποιώντας το παιχνίδι παραγωγής λόγου, "Ταχυδρόμος". Σύμφωνα με το παιχνίδι αυτό δόθηκαν στις ομάδες,  εναλλάξ, οι ερωτήσεις: "Ποιος;", "Πού;". "Πότε;", "Με ποιους;", "Τι έγινε;", "Πώς ένιωσαν;", "Ποιο ήταν το τέλος;" και χωρίς να γνωρίζουν τις προηγούμενες απαντήσεις, οι μαθητές  από τα δύο σχολεία, απάντησαν σε όλες τις ερωτήσεις, εναλλάξ.
  • Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας η μία ομάδα τις απαντήσεις της άλλης και δουλεύοντας εναλλάξ, έγραψαν δύο ιστορίες και στη συνέχεια τις εικονογράφησαν.
  • Οι μαθητές σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κέφι και έμπνευση. Περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν τη συνέχεια της ιστορίας τους. Προσπαθούσαν να γράψουν όμορφα και ενδιαφέροντα πράγματα για να εντυπωσιάσουν τους συνεργάτες τους και να ομορφύνουν την ιστορία τους.Νιώσαμε ότι ανοίξαμε τα παράθυρα της τάξης μας και τα φτερά της σκέψης μας.
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΑΣ


Β1 : «Ταξιδεύοντας για τη Νότια Αμερική»

      
  Σε ένα μεγάλο, πράσινο λιβάδι, κάθε άνοιξη, φύτρωναν κατακόκκινες παπαρούνες. Άνθιζαν και λίγες αγριοτριανταφυλλιές που υπήρχαν. Εκεί πήγαινε κάθε μέρα ο Τζέφρι. Χάριζε πρώτα μια όμορφη παπαρούνα στη βοηθό του. Ύστερα έκανε μια βόλτα, στον ουρανό ψηλά, με το μικρό αεροπλάνο του, που ήταν παρκαρισμένο στο όμορφο λιβάδι.
Μια μέρα φάνηκε, στον ουρανό ψηλά, να ταξιδεύει το μικρό αεροπλάνο. Το αεροπλάνο το οδηγούσε ο Τζέφρι, που ήταν γνωστός ως ο  αεροπόρος με το κόκκινο καπέλο.
Ο Τζέφρι ήταν ένας πολύ έξυπνος και πολυμήχανος νεαρός. Είχε για προορισμό του την Νότια Αμερική και για βοηθό του μια ροζ μαϊμού. Η μαϊμού ήταν συγκυβερνήτης του Τζέφρι και είχε πολλές  γνώσεις και πτυχία ως μηχανικός αεροπλάνων.
  Καθώς πετούσαν αμέριμνοι με το αεροπλάνο τους ήρθε κατά πάνω τους ένα σμήνος από πελαργούς. Οι πελαργοί μπούκωσαν τη μηχανή του αεροπλάνου. Η μαϊμού πάλεψε να καθαρίσει τη μηχανή στον αέρα. Δεν κατάφερε όμως τίποτα, παρά να γίνει κατάμαυρη. Έτσι ο Τζέφρι αναγκάστηκε να το προσγειώσει το αεροπλάνο ανώμαλα σε μια … γαλάζια θάλασσα. Εκεί ήταν το στενό της Χάρυβδης που βουλιάζει τα καράβια. Ο Τζέφρι πλησίασε τη Χάρυβδη και της είπε:
 -Χάρυβδη, σε παρακαλώ, βοήθησέ με να καθαρίσω τη μηχανή του αεροπλάνου μου.
-Με μεγάλη χαρά θα το κάνω, γιατί βαρέθηκα να βλέπω όλο καράβια, του απάντησε η Χάρυβδη.
Η Χάρυβδη βοήθησε τον Τζέφρι και καθάρισαν γρήγορα τη μηχανή. Η κατάμαυρη μαιμού χοροπηδούσε από τη χαρά της. Μόλις τελείωσαν βούτηξε στη θάλασσα και έγινε πάλι ροζ. Ύστερα χαιρέτησαν τη Χάρυβδη και τη φίλη της τη Σκύλλα και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, ταξίδευαν άνετα κι όλα έδειχναν ήρεμα. Ξαφνικά όμως, στο βάθος της απέραντης θάλασσας, διέκριναν κάτι. Ήταν ένα σπασμένο καράβι και κάποιος ζητούσε βοήθεια. Πλησίασαν, τον σήκωσαν και τον ανέβασαν στο αεροπλάνο τους για να τον βοηθήσουν. 
Ο ναυαγός ήταν ο Τζέσι, ο πειρατής. Ο Τζέσι ήταν ένας πειρατής πολύ τολμηρός. Δεν είχε φοβηθεί μέχρι τότε ποτέ. Όμως πριν λίγο είχε γίνει κάτι τρομερό. Έχασε τους συντρόφους του. Μετά εξήγησε στον Τζέφρι τι είχε συμβεί...
 Ο Τζέσι μαζί με τους άλλους συντρόφους του – πειρατές, έψαχναν ένα θησαυρό στο μικρό νησάκι. Ακολούθησαν λοιπόν τις οδηγίες του χάρτη και βρέθηκαν σε μια σπηλιά. Βρήκαν το θησαυρό μέσα στη σπηλιά. Τον πήραν και τον κουβάλησαν στο καράβι. Όμως τους κυνήγησε ένας δεινόσαυρος που ήταν ο φύλακας του νησιού. Έβγαλε φωτιά από το στόμα του και οι φλόγες έφτασαν στο καράβι. Εκείνο έπιασε φωτιά και κάηκε σχεδόν όλο. Έτσι οι πειρατές έπεσαν όλοι στη θάλασσα για να σωθούν.
Η ροζ μαϊμού κατάλαβε πως ο ναυαγός ήταν πολύ στενοχωρημένος. Είχε μια ιδέα! Πρότεινε να κάνουν μια βόλτα με το αεροπλάνο πάνω από τη θάλασσα μήπως βρουν και τους άλλους πειρατές. Έτσι κι έγινε!
Ο Τζέφρι οδηγούσε προσεχτικά το αεροπλάνο, ενώ η μαϊμού και ο Τζέσι κοίταζαν πολύ προσεχτικά. Τίποτα δε φαινόταν...
Ξαφνικά είδαν να βγαίνει καπνός πίσω από τα ψηλά δέντρα.  Πλησίασαν και κατάλαβαν ότι είναι οι σύντροφοι-πειρατές. Ο Τζέι δάκρυσε από τη χαρά και την ευτυχία που ένιωσε. Όταν κατέβηκαν από το αεροπλάνο έτρεξε και τους αγκάλιασε όλους. Η ροζ μαϊμού χοροπηδούσε δίπλα τους χαρούμενη.
   Ο Τζέφρι και η μαϊμού πήραν τους πειρατές μαζί τους και ταξίδεψαν προς τη Ν. Αμερική. Όταν έφτασαν εκεί, όλοι μαζί σε συνεργασία, ίδρυσαν μια μεγάλη Ναυαγοσωστική εταιρεία και την ονόμασαν «Ροζ Μαϊμού». Δεν άφηναν κανένα ναυπηγό να κινδυνέψει. Έτρεχαν να σώσουν κάθε πλεούμενο που εξέπεμπε SOS. Η λειτουργία της στηρίχτηκε σε δωρεές και τη στήριξη πολλών κατοίκων της Αμερικής. Ακόμη και ο Ομπάμα στήριξε και στηρίζει το έργο αυτής της εταιρείας.
   Ο Τζέφρι ήταν πολύ χαρούμενος που ζούσε στη χώρα που πάντα ονειρευόταν να ζήσει. Ακόμη χαιρόταν που πάντα είχε δίπλα του τη μεγάλη βοηθό του, τη ροζ μαϊμού και την παρέα των πειρατών που έγιναν οι καλύτεροι φίλοι και συνεργάτες του. Άλλωστε όλοι μαζί ζούσαν για να βοηθάνε τους συνανθρώπους τους και αυτό τους έδινε χαρά και ευτυχία…

ΤΕΛΟΣ


Β2: «Το χαμόγελο του Τσίχου»

            



  Στην παράξενη πόλη των ζώων δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος. Όλα τα ζώα ήταν αγαπημένα. Είχε τεράστια δέντρα, πάρα πολλά φυτά και το νερό κυλούσε σε κάθε γωνιά της. Εκεί ζούσε μια ευτυχισμένη αρκούδα, ο Τσίχου. Τα ζώα κάθε απόγευμα πήγαιναν στην πελώρια παιδική χαρά για να παίξουν. Εκεί πήγαιναν και οι δύο αγαπημένοι φίλοι, ο Τσίχου και η Νέλυ.
Ο Τσίχου ήταν μια πολύ όμορφη αρκούδα, πολύ ευαίσθητη, δυνατή και καλογυμνασμένη. Όνειρό της είχε, να καταφέρει, να γίνει μέλος σε ένα μεγάλο διεθνές τσίρκο. Ήθελε να γίνει ο καλύτερος ακροβάτης του τσίρκου και να τον θαυμάζουν όλοι.
Έτσι ο Τσίχου κάθε μέρα έκανε γυμναστική από το πρωί ως το βράδυ. Βοηθό και συμπαραστάτη του είχε τον αδερφικό του φίλο τη Νέλη, το πόνι. Η Νέλυ τον βοηθούσε στις ασκήσεις του και συνεχώς τον χειροκροτούσε. Το όνειρο του φίλου της είχε γίνει και γι’ αυτή έμμονη ιδέα.
Μια μέρα όμως, καθώς ο Τσίχου γυμναζόταν, συνέβη κάτι τρομερό. Έπεσε μια μπάρα και τον χτύπησε στο κεφάλι. Ο Τσίχου άλλαξε εντελώς προσωπικότητα. Όλα τα έβλεπε και τα έκανε ανάποδα.
    
Έπρεπε να κάνει κυβίστηση όμως έκανε ανακυβίστηση. Έπρεπε να τρέξει αλλά σταματούσε. Φανταστείτε ότι τους συναθλητές του τους έβλεπε σα βαζάκια μέλι στη σειρά και ήθελε να τα φάει. Η Νέλυ ήξερε ότι έπρεπε κάτι να κάνει, αλλά τι;
Έπρεπε να πάει τον Τσίχου στο Βόρειο Πόλο. Εκεί μέσα σε ένα ιγκλού ζούσε η Μπόκι η μαύρη νεράιδα. Θα ζητούσε τη βοήθειά της.
          
Έτσι ο Τσίχου και η Νέλυ ξεκίνησαν ένα παράξενο ταξίδι. Στο δρόμο η Νέλυ του έλεγε να σταματήσει όμως εκείνος έτρεχε συνεχώς. Έφτασαν πολύ γρήγορα στο Βόρειο Πόλο. Από μακριά είδαν την Μπόκι την μαύρη νεράιδα με τα όμορφα φτερά της να πετά χαμηλά στον ουρανό. Η Νέλυ τότε είπε στον Τσίχου να τρέξει κι εκείνος σταμάτησε αμέσως. Η Μπόκι είδε τα παράξενα ζώα, φτερούγισε γρήγορα  τα πλησίασε και ρώτησε:
-Τι γυρεύετε εσείς στο Βόρειο Πόλο;
   Η Νέλυ της εξήγησε  τι έγινε και της ζήτησε βοήθεια. Η Μπόκι αφού σκέφτηκε λίγο και παρατήρησε τον ουρανό τούς απάντησε:
-Πολύ συχνά, τα χειμωνιάτικα απογεύματα όπως σήμερα, στον ουρανό διακρίνουμε μια γαλάζια γραμμή. Αυτή η γραμμή θα σας οδηγήσει σε μια έρημο.
-Και τι θα κάνουμε εκεί;
-Εκεί, στο μέσο της ερήμου, σε μια μικρή όαση, ζει ένας ελέφαντας. Ο ελέφαντας φορά συνέχεια ένα χρωματιστό φιόγκο στο αυτί. Έτσι είναι γνωστός στη γύρω περιοχή με το όνομα: «Ο Ελέφαντας με το χρωματιστό φιόγκο». Πρέπει να πάτε, να τον βρείτε και να μου φέρετε τον χρωματιστό φιόγκο…
Τα δυο ζώα παραξενεύτηκαν, όμως ξεκίνησαν ένα μεγάλο ταξίδι. Η Νέλυ είπε στον Τσίχου να σταματήσει αλλά εκείνος έτρεχε ασταμάτητα προς τη γαλάζια γραμμή. Προσπαθούσε να τον προλάβει αλλά μάταια. Κουράστηκαν πολύ, αλλά επιτέλους έφτασαν.
Στην έρημο είδαν ότι όλα εκεί ήταν ξερά. Σα να είχε βγάλει στόμα η γη και κατάπιε όλα τα λουλούδια και τα φυτά. Έμοιαζε με το Βόρειο Πόλο, όμως εκεί έκανε πολύ κρύο και ήταν όλα κάτασπρα.
                 
Από μακριά είδαν κοντά στη μικρή όαση,  μια παρέα παιδιών να παίζει κυνηγητό. Πλησίασαν στα παιδιά και τους εξήγησαν ότι έψαχναν «τον ελέφαντα με το χρωματιστό φιόγκο».
Τα παιδιά χάρηκαν γιατί κατάλαβαν ότι τα δυο ζώα έψαχναν τον καλύτερό τους φίλο τον Φέντζι, τον ελέφαντα. Μάλιστα είχαν χαρίσει τα ίδια αυτόν τον πολύχρωμο φιόγκο στον Φέντζι για να τον ευχαριστήσουν. Κάθε μέρα ανέβαιναν στην πλάτη του και τους έκανε βόλτα. Τον αγαπούσαν πάρα πολύ.
Όλοι μαζί πήγαν στην πηγή. Ο ελέφαντας είχε πάει να πιει νερό. Δίψασε από το κυνηγητό. Τον βρήκαν να ξαπλώνει και να ξεκουράζεται. Τα παιδιά εξήγησαν στο φίλο τους τι ήθελαν τα δύο ζώα και τον παρακάλεσαν να τους χαρίσει το χρωματιστό φιόγκο. Ο Φέντζι συμφώνησε. 
                
Ο Τσίχου και η Νέλυ τους ευχαρίστησαν και τους χαιρέτησαν. Έπρεπε να γυρίσουν γρήγορα. Τους περίμενε η Μπόκι. 
Για άλλη μια φορά ξεκίνησε ένα δύσκολο, μακρινό και κουραστικό ταξίδι. Η Νέλυ όμως ήθελε να βοηθήσει τον φίλο της τον Τσίχου τόσο πολύ... Δε σκεφτόταν τίποτα άλλο...
Μετά από αρκετή ταλαιπωρία και κούραση 
 Τσίχου και η Νέλυ έφτασαν στον Β. Πόλο. Καθώς όμως, πλησίαζαν στη Μαύρη Νεράιδα  συνέβη κάτι πολύ άσχημο. Δημιουργήθηκε μια τεράστια χιονοστιβάδα και παρέσυρε τον Τσίχου. Ο Τσίχου έπεσε κάτω και χτύπησε το κεφάλι του, ακριβώς στο ίδιο σημείο που είχε χτυπήσει παλιότερα. Η κατάσταση του χειροτέρεψε. Η Νέλυ απελπισμένη έτρεξε και κάλεσε την Μπόκι. Αυτή χωρίς να χάσει χρόνο, έτρεξε κοντά τους. Πήρε τον χρωματιστό φιόγκο και κάνοντας τα νεραϊδίσια της, έδεσε το κεφάλι του Τσίχου. 
             
Ο Τσίχου ταρακουνήθηκε. Τον έπιασε ένα δυνατό τρέμουλο και πολύ σύντομα βρήκε τον εαυτό του. Έγινε ο Τσίχου που ήταν παλιά. Με τα όνειρα και τους στόχους του. Δεν άργησε να γίνει ένας από τους καλύτερους ακροβάτες του κόσμου, με μια διαφορά όμως. Δεν δουλεύει για κανένα μεγάλο  τσίρκο, αλλά την τέχνη του τη χρησιμοποιεί για να διασκεδάζει τα παιδάκια που έχουν χάσει το χαμόγελό τους.
Αν και σεις δείτε κάποιο λυπημένο παιδάκι, μην αργείτε… Καλέστε τον….  Θα σας έρθει αμέσως μαζί με την αχώριστη φίλη και βοηθό του τη Νέλυ…   
           ΤΕΛΟΣ

Γ1: «Οι νέες περιπέτειες του Οδυσσέα»

 Ένα καλοκαιρινό πρωινό η οικογένεια του κυρίου Οδυσσέα και της κυρίας Πηνελόπης με την κόρη τους την Ανδρομάχη, πήγανε να ψαρέψουν σε μια καταγάλανη λίμνη. 
Μόλις έφτασαν εκεί, ο κύριος Οδυσσέας πήγε να ψαρέψει ενώ η κυρία Πηνελόπη και η Ανδρομάχη  αποφάσισαν να κάνουν πικ-νικ, παραδίπλα. Έτσι  ο κύριος  Οδυσσέας μπήκε στη βάρκα του και ξεκίνησε το ψάρεμα. 



Ύστερα από αρκετή, ώρα η κυρία Πηνελόπη και η Ανδρομάχη  φώναξαν τον κύριο Οδυσσέα για να φύγουν. Ξαφνικά όμως η Ανδρομάχη γλίστρησε στα φύλλα και έπεσε μέσα στη λίμνη. Δεν ήξερε κολύμπι αλλά ευτυχώς ο μπαμπάς της την είδε και βούτηξε γρήγορα γρήγορα για να τη σώσει. Όμως, το ρεύμα του νερού ήταν πολύ δυνατό. Έτσι τους παρέσυρε πολύ μακριά από εκεί.
Το ρεύμα τούς πήρε και τους έβγαλε απέναντι σε έναν αγρό με κόκκινες παπαρούνες. Ήταν ένα θαυμάσιο κατακόκκινο τοπίο. Έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής. Κοίταξαν γύρω τους και θαύμασαν το μέρος όταν άκουσαν ψιθύρους. Ήταν οι παπαρούνες που άρχισαν να μιλάνε και τους ρωτούσαν από πού ήρθαν. Ο κύριος Οδυσσέας και η Ανδρομάχη απάντησαν ότι έρχονταν από την Ιθάκη και τους διηγήθηκαν την ιστορία τους από την αρχή ως το τέλος.
 Έπειτα, η Ανδρομάχη και ο κ. Οδυσσέας ζήτησαν τη βοήθειά τους για να πάνε πίσω στην Πηνελόπη. Οι παπαρούνες βοήθησαν την Ανδρομάχη και τον πατέρα της να φτιάξουν μία σχεδία.


 Ξαφνικά όμως εμφανίστηκε μπροστά τους η ψηλομύτα  Μήτα μαργαρίτα και τους είπε ότι αν έφευγαν θα τους τιμωρούσε το κακό πνεύμα της γιαγιάς Μαργαρίτας. Ο κ. Οδυσσέας και η Ανδρομάχη φοβήθηκαν πολύ. Όμως ο κ. Οδυσσέας ήταν αποφασισμένος να επιστρέψει στη γυναίκα του. Έτσι χωρίς να φοβηθεί ολοκλήρωσε μαζί με την Ανδρομάχη την κατασκευή της σχεδίας. Μπαίνοντας όμως μέσα στη λίμνη συνέβη κάτι φοβερό: δυστυχώς η σχεδία διαλύθηκε και το ρεύμα τους έσπρωξε κατά τη θάλασσα.


Εκεί το νερό ήταν τόσο καθαρό που μπορούσαν να διακρίνουν όλα τα φυτά και τα ζώα του βυθού. Είδαν πολύχρωμα ψάρια, αστερίες και για καλή τους τύχη γνώρισαν τρία δελφίνια. Το μεγαλύτερο από αυτά, ο Νεμοτίξ, αφού άκουσε την ιστορία τους, θέλησε να τους βοηθήσει. ΄Ετσι αποφάσισε να τους πάει στον φίλο του τον Μενέλαο. Ο Μενέλαος ήταν μια φώκια Μονάχους-Μονάχους, που ήξερε να κάνει πολύ γερές σχεδίες και ζούσε σε ένα υπέροχο σπίτι διώροφο με φωτεινά παράθυρα. Μπροστά από το σπίτι υπήρχε μια παλιά, μαγική γέφυρα.
   Λίγο πριν φτάσει η παρέα του Νεμόταν στο σπίτι, η γέφυρα ζωντάνεψε και άρχισε να τους κυνηγάει. Τους κυνηγούσε γιατί ζήλευε τη φιλία που είχε ο Νεμοτίξ με τον Μενέλαο.  Τα δέντρα που ήταν δίπλα και παρακολουθούσαν τι γινόταν, ζωντάνεψαν κι αυτά. Άπλωσαν τα κλαδιά τους, πήραν τη γέφυρα και τη μετέφεραν πολύ μακριά. Ο Μενέλαος υποδέχθηκε χαρούμενος τον φίλο του και την παρέα του. Τους φιλοξένησε και την επόμενη μέρα έφτιαξε μια αθάνατη σχεδία. Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη ευχαρίστησαν τους δυο φίλους, τους αποχαιρέτησαν συγκινημένοι και ξεκίνησαν το ταξίδι τους.


Μετά από λίγες μέρες κατάφεραν να φτάσουν στον τόπο τους και στην Πηνελόπη. Από τότε ζουν ευτυχισμένοι δίπλα στη λίμνη και πάντα σκέφτονται και νοιάζονται τα ζώα, τους νέους φίλους τους που τους βοήθησαν.
                                     ΤΕΛΟΣ


Γ2: «Η μαγεμένη λίμνη του Βαν Γκονγκ»

    Έναν καιρό και μια φορά, ένα ανοιξιάτικο πρωινό που τα πουλιά κελαηδούσαν, ο κύριος Βαν Γκονγκ πήγε μια βόλτα στη λίμνη με τις βάρκες του. Έμεινε εκεί για να ψαρέψει για λίγη ώρα. Τότε ήρθε ένα δελφίνι που μιλούσε. Του είπε ότι οι εργάτες θα ξεράνουν τη λίμνη και θα ξεριζώσουν τα δέντρα για να φτιάξουν πολυκατοικίες.
 Ο κύριος Βαν Γκονγκ έφυγε λυπημένος  για το σπίτι του για να βρει μια λύση. Ξαφνικά η λίμνη άρχισε να στριφογυρίζει και μια μαγική πύλη άνοιξε. Αμέσως άρχισαν να ξεπετάγονται νεράιδες, ξωτικά, δρακάκια και φανταστικά πλάσματα. Μέσα απ΄τα δέντρα λύκοι, αλεπούδες και ένα μικρό τιγράκι. Ένας αετός πέταξε από πάνω τους.
 

-Πρέπει να βρούμε μια λύση , είπε ο αετός, γιατί αλλιώς το δάσος μας θα καταστραφεί.
-Μα δεν γίνεται. Το μαγικό κοχύλι έχει χάσει τη δύναμή του, είπε η αλεπού, η αρχηγός της μαγεμένης λίμνης. Ας κοιμηθούμε τώρα κι αύριο βλέπουμε τι θα κάνουμε…
Την άλλη μέρα όλοι ξύπνησαν πολύ νωρίς και πήγαν στη λίμνη. Εκεί είχαν αποφασίσει να συναντηθούν.
- Να μαζευτούμε όλα τα πουλιά και να πετάξουμε από ψηλά φτερά, πούπουλα και ξύλα στους ανθρώπους που θέλουν να καταστρέψουν τη λίμνη. Έτσι θα τους διώξουμε, είπε ο αετός!
- Να πάμε να γεννήσουμε σε όλες τις παραλίες, τα αβγουλάκια μας για να μην μπορούν να χαλαρώσουν οι άνθρωποι, πρότεινε η χελώνα!
-Εγώ, είπε διστακτικά το τιγράκι είδα ένα παράξενο όνειρο. Είδα μια νεράιδα και μου είπε να πάμε σε ένα κόκκινο λιβάδι. Αυτό το λιβάδι είναι γεμάτο κατακόκκινες παπαρούνες. Εκεί όμως, υπάρχει και μια μικρή ασήμαντη παπαρουνίτσα που δεν είναι λαμπερή, ούτε δροσερή. Αυτή όμως, η παπαρουνίτσα έχει τη δύναμη να ξαναζωντανέψει το κοχύλι της λίμνης.

- Τι αστεία είναι αυτά! Το αποπήρε  η αλεπού.
-Δεν με πιστεύουν, σκέφτηκε το τιγράκι. Πρέπει να βρω κάποιον να με εμπιστευτεί και να με βοηθήσει. Μήπως πρέπει να μιλήσω στον κ. Βαν Γκονγκ; Αυτός αγαπά πολύ και τη λίμνη και είναι ευαίσθητος άνθρωπος. Αυτά σκεφτόταν το τιγράκι και απομακρύνθηκε…
Εντωμεταξύ ο κύριος Βαν Γκονγκ καθώς πήγαινε στο σπίτι του πέρασε από το λιβάδι κι έκοψε μια παπαρούνα. Το απόγευμα πήγε να ψαρέψει στη λίμνη και είχε την παπαρούνα στο καπέλο του. Τότε συνάντησε το τιγράκι το οποίο του διηγήθηκε το όνειρό του. Πρόσεξε την παπαρούνα στο κεφάλι του και του εξήγησε ότι αυτή ήταν η παπαρούνα που θα δώσει τη δύναμη στο κοχύλι.
-Ωραία , μα εγώ τι μπορώ να κάνω; ρώτησε ο κ. Βαν Γκονγκ.
-Θα κρατήσεις την παπαρούνα και θα την φροντίζεις καθημερινά, είπε το τιγράκι.

Στη συνέχεια το τιγράκι έστειλε το φίλο του το  νερόφιδο στο βυθό της λίμνης. Εκείνο, αφού χαιρέτησε τα πολύχρωμα ψάρια που ήταν επίσης φίλοι του, κατευθύνθηκε προς το μέρος που βρίσκονταν το κοχύλι. Τότε το νερόφιδο είδε κάτι παράξενο που το ξάφνιασε πολύ. Το κοχύλι προστατεύονταν από τρία δελφίνια που ζούσαν στη μαγεμένη λίμνη. Έτσι τα δελφίνια αφού αναγνώρισαν το νερόφιδο του έδωσαν το κοχύλι.
   Το νερόφιδο χωρίς να χάσει χρόνο ανέβηκε στην επιφάνεια του νερού και δε βρήκε ούτε το τιγράκι ούτε τον κ. Βαν Κογκ. Τότε το νερόφιδο πανικοβλήθηκε.  Κοίταξε γύρω του και είδε μια πολύ όμορφη γέφυρα μπροστά από ένα υπέροχο, διώροφο σπίτι με φωτισμένα παράθυρα. Για να μπορέσει να σκεφτεί κρύφτηκε κάτω από τη γέφυρα γιατί ο φόβος του και η αγωνία του ήταν μεγάλη. Έπρεπε να ψάξει και να βρει σύντομα το τιγράκι και τον κ. Βαν Κογκ.
 Ξαφνικά άκουσε ομιλίες και είδε το τιγράκι και τον κ. Βαν Κόνγκ να βγαίνουν από το ολοφώτιστο σπίτι. Κατάλαβε ότι αυτό ήταν το σπίτι τους και αυτό του έδωσε ανέλπιστη χαρά. Βγήκε από το νερό και βρέθηκε μπροστά τους. Το αγκάλιασαν και αυτό τους έδωσε ικανοποιημένο το κοχύλι, που το πρόσεχε σαν τα μάτια του. Και οι τρεις πήγαν δίπλα στη λίμνη. Έβαλαν την παπαρούνα μέσα στο κοχύλι κι αυτό άλλαξε χρώμα. Έριξαν προσεχτικά το κοχύλι στη λίμνη. Η λίμνη ξαναζωντάνεψε. Όλα τα πλάσματα χάρηκαν γιατί ο τόπος τους σώθηκε και γιατί ήξεραν ότι δε θα πάθαινε τίποτα. Είχε τώρα τον προστάτη της, το μαγικό κοχύλι, γεμάτο δύναμη. Τη δύναμη της παπαρούνας.


   Ευχαρίστησαν τον κ. Βαν Γκονγκ και το νερόφιδο και ζήτησαν συγνώμη από το τιγράκι που δεν το πίστεψαν και δεν το βοήθησαν. Έγιναν όλοι μια μεγάλη οικογένεια, έζησαν και ζουν ακόμη όμορφα κοντά στη λίμνη τους.
                          ΤΕΛΟΣ


Κάρτες με εαυτοποιήματα και άλλα μηνύματα, που έφτιαξαν και έστειλαν τα παιδιά για να συστηθούν και να γνωριστούν: 

 
























ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ; 



Συμμετέχουμε  στο  Δίκτυο  Δημιουργικής  Γραφής  με τίτλο:      "ΜΙΑ  ΙΣΤΟΡΙΑ  ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ"
Συνεργαζόμαστε  με  την Β΄ και  τη Γ΄ τάξη  του 24ου Δ. Σχ. Σερρών.
Για  μια  πρώτη  γνωριμία συστηνόμαστε.

ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ; 
  • Είμαι  η  Ευδοκία και  μου  αρέσουν  οι  εκδρομές.
  • Είμαι  ο  Αριστοτέλης  και  μου  αρέσουν  τα  Pokemon.
  • Είμαι  ο  Τάσος  και  είμαι  πολύ  ψηλός.
  • Είμαι  ο  Αχιλλέας  και  μου  αρέσει  ο  ΠΑΟΚ.
  • Είμαι  η  Αποστολία  και  μ' αρέσουν  τα  ταξίδια.
  • Είμαι  ο Χρήστος  και μου  αρέσει η μπάλα.
  • Είμαι  η  Αναστασία  και  λατρεύω  τα  τραγούδια.
  • Είμαι  ο Πέτρος  και  μου  αρέσει  το  παιχνίδι.
  • Είμαι  ο  Κωνσταντίνος  και  λατρεύω  την  μπάλα.
  • Είμαι  ο  Νικόλας  και μου αρέσει το κυνηγητό.
  • Είμαι  ο  Νίκος Μ. και  μου  αρέσει  να  πέφτω.
  • Είμαι  ο  Δημήτρης Μ.  και  μου  αρέσει  να  κάνω  ποδήλατο.
  • Είμαι  ο Παναγιώτης  και  λατρεύω  το  PC  μου.
  • Είμαι  η  Άννα και  λατρεύω  το  σχολείο  και  όλο  τον  κόσμο.
  • Είμαι  ο  Δημήτρης Ν. και  μου  αρέσει  το  ποδόσφαιρο.
  • Είμαι  η  Μαρία Π. και  μου  αρέσει  το  σκοινάκι.
  • Είμαι η Φωτεινή  και  μου  αρέσει  το  Πάσχα.
  • Είμαι  η  Βαλέρια  και  λατρεύω  τη  ζωγραφική.
  • Είμαι  ο  Νίκος Π.  και  λατρεύω  τον  Messi.
  • Είμαι  ο  Σωτήρης  και  λατρεύω  τον  Batman.
  • Είμαι  η  Άννα-Μαρία  και  χαίρομαι  όταν  τραγουδάω.
  • Είμαι  η  Μαρία Σ.  και  λατρεύω  το  σχολείο και  τα  ρόλεϊ.
  • Είμαι  η  Ζαφειρία  και  λατρεύω  τον  χορό.
  • Είμαι  η  Ζωή  και  μ' αρέσει  να  μαθαίνω.
Είμαι η  κυρία  Εύη  και  αγαπώ  πολύ  τη  δουλειά  μου.